- παραμυθοῦ
- παραμυθέομαιencouragepres imperat mp 2nd sg (attic)παραμῡθοῦ , παραμυθέομαιencouragepres imperat mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμυθού — η βλ. παραμυθάς … Dictionary of Greek
παραμυθάς — ο, θηλ. παραμυθού 1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος 3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες… … Dictionary of Greek
παραμυθάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παραμυθού πληθ. ούδες, αυτός που λέει πολλά παραμύθια, ο ψεύτης, ο πλάνος: Όλο θα, και θα, και θα, πάψε, βρε παραμυθά (λαϊκό τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)